περίμετρο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | περίμετρο | τα | περίμετρα |
γενική | του | περίμετρου & περιμέτρου |
των | περίμετρων & περιμέτρων |
αιτιατική | το | περίμετρο | τα | περίμετρα |
κλητική | περίμετρο | περίμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- περίμετρο < περι- + -μετρο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική perimeter)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπερίμετρο θηλυκό
- (ιατρική) όργανο με το οποίο εκτελείται η περιμετρία
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπερίμετρο