περιμετρία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περιμετρία < περι- + -μετρία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική perimetry)
Ουσιαστικό επεξεργασία
περιμετρία θηλυκό
- (ιατρική) διαδικασία μέτρησης του οπτικού πεδίου με τη χρήση ειδικού οργάνου, του περιμέτρου
Δείτε επίσης επεξεργασία
- perimetry στην αγγλική Βικιπαίδεια