↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ πεπόνιον τὰ πεπόνι
      γενική τοῦ πεπονίου τῶν πεπονίων
      δοτική τῷ πεπονί τοῖς πεπονίοις
    αιτιατική τὸ πεπόνιον τὰ πεπόνι
     κλητική ! πεπόνιον πεπόνι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πεπονίω
γεν-δοτ τοῖν  πεπονίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεπόνιον: υποκοριστικό του (αρχαία ελληνική ) (σίκυος) πέπων < πέπτω < πέσσω (ωριμάζω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pekʷ- (μαγειρεύω, ψήνω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πεπόνιον ουδέτερο

  • ((ελληνιστική κοινή)) (φυτό) πεπόνι
    Ἐκ δὲ τῶν ὀπωρῶν, σταφυλὰς καὶ ἀπίδια καὶ δαμασκηνὰ λευκὰ καὶ μῆλα, καὶ ῥοδάκινα, καὶ πεπόνιον, καὶ τὰ ὅμοια τούτων. Καὶ οἴνους πίνειν ἀψινθοκράεις καὶ ἀψινθάτους. (Ἀνώνυμος, Περὶ τῶν δώδεκα μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁποίαις δεῖ χρῆσθαι τροφαῖς ἐν ἑκάστῳ αὐτῶν καὶ ἀπὸ ποίων ἀπέχεσθαι, 1, 5, 1-4)