πεντοζάνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεντοζάνη < πεντόζ(η) + -άνη, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pentosan ή από τη γαλλική pentosane
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pen.doˈza.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ντο‐ζά‐νη
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεντοζάνη θηλυκό
- (χημική ένωση) πολυμερής χημική ένωση που αποτελείται από σάκχαρα πεντόζης
Δείτε επίσης επεξεργασία
- pentozan στην αγγλική Βικιπαίδεια