Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντανικός η πεντανική το πεντανικό
      γενική του πεντανικού της πεντανικής του πεντανικού
    αιτιατική τον πεντανικό την πεντανική το πεντανικό
     κλητική πεντανικέ πεντανική πεντανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντανικοί οι πεντανικές τα πεντανικά
      γενική των πεντανικών των πεντανικών των πεντανικών
    αιτιατική τους πεντανικούς τις πεντανικές τα πεντανικά
     κλητική πεντανικοί πεντανικές πεντανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεντανικός < πεντάνιο + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πεντανικός

  Μεταφράσεις επεξεργασία