Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πεντάχρωμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πεντάχρωμ
ος
η
πεντάχρωμ
η
το
πεντάχρωμ
ο
γενική
του
πεντάχρωμ
ου
της
πεντάχρωμ
ης
του
πεντάχρωμ
ου
αιτιατική
τον
πεντάχρωμ
ο
την
πεντάχρωμ
η
το
πεντάχρωμ
ο
κλητική
πεντάχρωμ
ε
πεντάχρωμ
η
πεντάχρωμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πεντάχρωμ
οι
οι
πεντάχρωμ
ες
τα
πεντάχρωμ
α
γενική
των
πεντάχρωμ
ων
των
πεντάχρωμ
ων
των
πεντάχρωμ
ων
αιτιατική
τους
πεντάχρωμ
ους
τις
πεντάχρωμ
ες
τα
πεντάχρωμ
α
κλητική
πεντάχρωμ
οι
πεντάχρωμ
ες
πεντάχρωμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
πεντάχρωμος
<
πεντά-
+
-χρωμος
Επίθετο
επεξεργασία
πεντάχρωμος, -η, -ο
που αποτελείται από πέντε
χρώματα
πεντάχρωμες
κλωστές
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεντάχρωμος