πεντάτομος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
πεντάτομος, -η, -ο
- που αποτελείται από πέντε τόμους
- ⮡ πεντάτομη μελέτη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πεντάτομος