↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πεντάσημος η πεντάσημη το πεντάσημο
      γενική του πεντάσημου της πεντάσημης του πεντάσημου
    αιτιατική τον πεντάσημο την πεντάσημη το πεντάσημο
     κλητική πεντάσημε πεντάσημη πεντάσημο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πεντάσημοι οι πεντάσημες τα πεντάσημα
      γενική των πεντάσημων των πεντάσημων των πεντάσημων
    αιτιατική τους πεντάσημους τις πεντάσημες τα πεντάσημα
     κλητική πεντάσημοι πεντάσημες πεντάσημα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πεντάσημος < ελληνιστική κοινή πεντᾰ́σημος[1] < αρχαία ελληνική πέντε + σῆμα

  Επίθετο

επεξεργασία

πεντάσημος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. πεντάσημος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.