πεντάκλωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
πεντάκλωνος, -η, -ο
- (σπάνιο) που έχει πέντε κλώνους (για φυτό)
- (σπάνιο) άλλη μορφή του πεντάκλωστος
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεντάκλωνος
|
πεντάκλωνος, -η, -ο
|