πεμπτουσιώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πεμπτουσιώδης < πεμπτουσία + -ώδης
Επίθετο επεξεργασία
πεμπτουσιώδης
- που έχει σχέση με την πεμπτουσία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεμπτουσιώδης
|
πεμπτουσιώδης
|