πεμπτουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pem.ptuˈsi.a/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεμπτουσία θηλυκό
- το αόρατο πέμπτο στοιχείο του σύμπαντος σύμφωνα με την κοσμολογία των αρχαίων Ελλήνων (ο αιθέρας)
- (μεταφορικά) το πιο ουσιώδες, το πιο κυρίαρχο
- (μεταφορικά) ένα αντίκειμενο εξαιρετικά ωραίο
- Αυτό το άρωμα είναι η πεμπτουσία των αισθήσεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεμπτουσία