πεζότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈzo.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζό‐τη‐τα
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του πεζού, η μη ύπαρξη πρωτότυπων ιδεών
Μεταφράσεις επεξεργασία
επεξεργασία
- ↑ πεζότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.