πεζοφάναρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pe.zoˈfa.na.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ζο‐φά‐να‐ρο
Ουσιαστικό επεξεργασία
πεζοφάναρο ουδέτερο
- (νεολογισμός) φανάρι που εξυπηρετεί αποκλειστικά την κίνηση πεζών σε σημείο εκτός διασταύρωσης
- ※ Τα δύο παιδιά προσπαθούσαν να περάσουν το πεζοφάναρο στη λεωφόρο Βουλιαγμένης, όταν ξαφνικά σύμφωνα με την καταγγελία μια γυναίκα περίπου 55 χρόνων, προσπάθησε να τα αρπάξει. (Λία Νεσφυγέ, Περίεργη υπόθεση με καταγγελία ανηλίκων για απόπειρα αρπαγής στη Γλυφάδα, Τα Νέα, 21 Αυγούστου 2016)
Μεταφράσεις επεξεργασία
πεζοφάναρο
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr