Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεζοφάναρο τα πεζοφάναρα
      γενική του πεζοφάναρου των πεζοφάναρων
    αιτιατική το πεζοφάναρο τα πεζοφάναρα
     κλητική πεζοφάναρο πεζοφάναρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεζοφάναρο < πεζ(ός) + -ο- + φανάρ(ι) + -ο

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pe.zoˈfa.na.ɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ζο‐φά‐να‐ρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεζοφάναρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr