πατσουλί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πατσουλί | τα | πατσουλιά |
γενική | του | πατσουλιού | των | πατσουλιών |
αιτιατική | το | πατσουλί | τα | πατσουλιά |
κλητική | πατσουλί | πατσουλιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπατσουλί ουδέτερο άκλιτο
- (φυτό) είδος φυτού της Ινδίας
- το αιθέριο έλαιο που προέρχεται από το παραπάνω φυτό
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ πατσουλί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας