Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατσουλί τα πατσουλιά
      γενική του πατσουλιού των πατσουλιών
    αιτιατική το πατσουλί τα πατσουλιά
     κλητική πατσουλί πατσουλιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατσουλί < (άμεσο δάνειο) γαλλική patchouli < αγγλική patchouli < ινδική γλώσσα [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατσουλί ουδέτερο άκλιτο

  1. (φυτό) είδος φυτού της Ινδίας
  2. το αιθέριο έλαιο που προέρχεται από το παραπάνω φυτό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία