Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ παρώνυμον τὰ παρώνυμ
      γενική τοῦ παρωνύμου τῶν παρωνύμων
      δοτική τῷ παρωνύμ τοῖς παρωνύμοις
    αιτιατική τὸ παρώνυμον τὰ παρώνυμ
     κλητική ! παρώνυμον παρώνυμ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρωνύμω
γεν-δοτ τοῖν  παρωνύμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρώνυμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρώνυμος (παράγωγος με μικρή αλλαγή). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + -ώνυμον.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρώνυμον, -ου ουδέτερο

  • παράγωγο (όπως όνομα) με μικρή αλλαγή
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 8
    Φοίβη· δίδωσι δ᾽ ἣ γενέθλιον δόσιν
    Φοίβῳ· τὸ Φοίβης δ᾽ ὄνομ᾽ ἔχει παρώνυμον.

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία