παρώνυμον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | παρώνυμον | τὰ | παρώνυμᾰ |
γενική | τοῦ | παρωνύμου | τῶν | παρωνύμων |
δοτική | τῷ | παρωνύμῳ | τοῖς | παρωνύμοις |
αιτιατική | τὸ | παρώνυμον | τὰ | παρώνυμᾰ |
κλητική ὦ! | παρώνυμον | παρώνυμᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρωνύμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρωνύμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παρώνυμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου παρώνυμος (παράγωγος με μικρή αλλαγή). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + -ώνυμον.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρώνυμον, -ου ουδέτερο
- παράγωγο (όπως όνομα) με μικρή αλλαγή
Παράγωγα
επεξεργασία- παρωνύμιον
- → και δείτε τη λέξη παρώνυμος
Συγγενικά
επεξεργασία- παρωνομασία
- → δείτε τις λέξεις παρά και ὄνυμα
Πηγές
επεξεργασία- παρώνυμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.