↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παρόρμησῐς αἱ παρορμήσεις
      γενική τῆς παρορμήσεως τῶν παρορμήσεων
      δοτική τῇ παρορμήσει ταῖς παρορμήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παρόρμησῐν τὰς παρορμήσεις
     κλητική ! παρόρμησῐ παρορμήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρορμήσει
γεν-δοτ τοῖν  παρορμησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρόρμησις < παρορμάω / παρορμῶ, παρορμη- + -σις (-ησις). Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ὅρμησις. Διαφορετικό το παρορμέω.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρόρμησις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία