παρτιζάνικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρτιζάνικος < παρτιζάνος + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίαπαρτιζάνικος
- που έχει σχέση με παρτιζάνους ή αναφέρεται σ’ αυτούς
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρτιζάνικος