↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παροντιστικός η παροντιστική το παροντιστικό
      γενική του παροντιστικού της παροντιστικής του παροντιστικού
    αιτιατική τον παροντιστικό την παροντιστική το παροντιστικό
     κλητική παροντιστικέ παροντιστική παροντιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παροντιστικοί οι παροντιστικές τα παροντιστικά
      γενική των παροντιστικών των παροντιστικών των παροντιστικών
    αιτιατική τους παροντιστικούς τις παροντιστικές τα παροντιστικά
     κλητική παροντιστικοί παροντιστικές παροντιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παροντιστικός < παροντιστής + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παροντιστικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία