παροντιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παροντιστής < παροντισμός + -ιστής ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική presentist)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαροντιστής αρσενικό
- (σπάνιο) οπαδός του παροντισμού
Μεταφράσεις
επεξεργασία παροντιστής