Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παρκόμετρο τα παρκόμετρα
      γενική του παρκόμετρου των παρκόμετρων
    αιτιατική το παρκόμετρο τα παρκόμετρα
     κλητική παρκόμετρο παρκόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκόμετρο < λείπει η ετυμολογία
 
παρκόμετρο του 1940 στην Καλιφόρνια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκόμετρο ουδέτερο

  • συσκευή που τοποθετείται σε δημόσιες θέσεις στάθμευσης και περιέχει έναν κερματοδέκτη, για να πληρώσει ο οδηγός για τη θέση, καθώς και ένδειξη της ώρας

  Μεταφράσεις επεξεργασία