Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κερματοδέκτης οι κερματοδέκτες
      γενική του κερματοδέκτη των κερματοδεκτών
    αιτιατική τον κερματοδέκτη τους κερματοδέκτες
     κλητική κερματοδέκτη κερματοδέκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερματοδέκτης < κέρματ(ος) + -ο- + δέκτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερματοδέκτης αρσενικό

  • η υποδοχή σε συσκευή (π.χ. πώλησης προϊόντων, δημόσιο τηλέφωνο, παρκόμετρο κλπ) όπου μπορεί ο πελάτης να ρίξει σε κέρματα το αντίτιμο ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία