parking meter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
parking meter | parking meters |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠολυλεκτικός όρος
επεξεργασίαparking meter (en)
- το παρκόμετρο
- ⮡ a token for the parking meter - ένα κέρμα για το παρκόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
parking meter | parking meters |
parking meter (en)