Ετυμολογία

επεξεργασία
horodateur < horo- + dateur

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɔ.ʁɔ.da.tœːʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
horodateur horodateurs

horodateur (fr) αρσενικό

  1. συσκευή που εκτυπώνει αυτόματα την ημερομηνία και την ώρα
  2. (ειδικότερα) το παρκόμετρο

  Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό horodateur horodateurs
θηλυκό horodatrice horodatrices

horodateur (fr)

  1. που εκτυπώνει αυτόματα την ημερομηνία και την ώρα

Συνώνυμα

επεξεργασία