Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παρεννοημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
παρεννοημέν
ος
η
παρεννοημέν
η
το
παρεννοημέν
ο
γενική
του
παρεννοημέν
ου
της
παρεννοημέν
ης
του
παρεννοημέν
ου
αιτιατική
τον
παρεννοημέν
ο
την
παρεννοημέν
η
το
παρεννοημέν
ο
κλητική
παρεννοημέν
ε
παρεννοημέν
η
παρεννοημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
παρεννοημέν
οι
οι
παρεννοημέν
ες
τα
παρεννοημέν
α
γενική
των
παρεννοημέν
ων
των
παρεννοημέν
ων
των
παρεννοημέν
ων
αιτιατική
τους
παρεννοημέν
ους
τις
παρεννοημέν
ες
τα
παρεννοημέν
α
κλητική
παρεννοημέν
οι
παρεννοημέν
ες
παρεννοημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
παρεννοημένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
παρεννοώ
/
παρανοώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παρεννοημένος