↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραχειμαστικός η παραχειμαστική το παραχειμαστικό
      γενική του παραχειμαστικού της παραχειμαστικής του παραχειμαστικού
    αιτιατική τον παραχειμαστικό την παραχειμαστική το παραχειμαστικό
     κλητική παραχειμαστικέ παραχειμαστική παραχειμαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραχειμαστικοί οι παραχειμαστικές τα παραχειμαστικά
      γενική των παραχειμαστικών των παραχειμαστικών των παραχειμαστικών
    αιτιατική τους παραχειμαστικούς τις παραχειμαστικές τα παραχειμαστικά
     κλητική παραχειμαστικοί παραχειμαστικές παραχειμαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραχειμαστικός < ελληνιστική κοινή παραχειμαστικός < παραχειμάζω < αρχαία ελληνική χειμάζω < χειμών

  Επίθετο

επεξεργασία

παραχειμαστικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία