παραχάραξις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραχάραξῐς | αἱ | παραχαράξεις | ||||
γενική | τῆς | παραχαράξεως | τῶν | παραχαράξεων | ||||
δοτική | τῇ | παραχαράξει | ταῖς | παραχαράξεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παραχάραξῐν | τὰς | παραχαράξεις | ||||
κλητική ὦ! | παραχάραξῐ | παραχαράξεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραχαράξει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραχαραξέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραχάραξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραχαράσσω / παραχαράττω < παρα-χαρακ-(jω) + -σις > -ξις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παραχάραξη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραχάραξις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η ενέργεια του παραχαράσσω
- απομίμηση χαράγματος ως απάτη
- παραποίηση, διαστροφή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραχαράσσω, παρά, χάραξις και χάραξ
Πηγές
επεξεργασία- παραχάραξις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .