ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραχάραξῐς αἱ παραχαράξεις
      γενική τῆς παραχαράξεως τῶν παραχαράξεων
      δοτική τῇ παραχαράξει ταῖς παραχαράξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραχάραξῐν τὰς παραχαράξεις
     κλητική ! παραχάραξῐ παραχαράξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραχαράξει
γεν-δοτ τοῖν  παραχαραξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραχάραξις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραχαράσσω / παραχαράττω < παρα-χαρακ-(jω) + -σις > -ξις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παραχάραξη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παραχάραξις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία