παραχαράξεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαραχαράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παραχαράσσω
- θα παραχαράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παραχαράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπαραχαράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παραχάραξη