παρασυγγενής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | παρασυγγενής | οι | παρασυγγενείς |
γενική | του του/της |
παρασυγγενή παρασυγγενούς |
των | παρασυγγενών |
αιτιατική | τον/την | παρασυγγενή | τους/τις | παρασυγγενείς |
κλητική | παρασυγγενή | παρασυγγενείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού, σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής». | ||||
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.siŋ.ɟeˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐συγ‐γε‐νής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρασυγγενής
- (σπάνιο) μακρινός συγγενής
- ※ Βρεθήκαμε έτσι στο εξοχικό του πατέρα της και σπρώχναμε τον χρόνο να περάσει, αυτή για να λυτρωθεί από τη γέννα κι εγώ από τη βαρεμάρα στις απανωτές συνευρέσεις συγγενών και παρασυγγενών (Ισίδωρος Ζουργός, Ανεμώλια, 2016 [1]
- ※ Ὁμολογητέον δὲ ὅτι αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς μόνον πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ συνήθως βαπτίζει. Ἀλλ᾽ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Τελευταία βαπτιστική, 1888)
- ≈ συνώνυμα: μακροσυγγενής
Μεταφράσεις
επεξεργασία παρασυγγενής
→ δείτε τη λέξη μακροσυγγενής |
Πηγές
επεξεργασία- ως αρσενικό ουσιαστικό: παρασυγγενής — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)