παρασπαδίας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρασπαδίας < ελληνιστική κοινή παρασπάς[1] / παρασπάω[2] / παρασπῶ < αρχαία ελληνική παρά + σπάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαρασπαδίας αρσενικό
- (ανατομία, ιατρική) ανώμαλη διαμόρφωση του πέους κατά την οποία το άνοιγμα της ουρήθρας βρίσκεται στα πλάγια του πέους
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρασπαδίας
|
- ↑ παρασπάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ παρασπάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.