παρανοημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρανοημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παρανοώ
Μετοχή επεξεργασία
παρανοημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη παρανοώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρανοημένος
|
παρανοημένος, -η, -ο
|