παραμετροποιήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραμετροποιήσιμος < παραμετροποιώ + -ιμος
Επίθετο
επεξεργασίαπαραμετροποιήσιμος, -η, -ο
- (νεολογισμός) που είναι κατάλληλος, μπορεί ή πρέπει να παραμετροποιηθεί
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παραμετροποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραμετροποιήσιμος