↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραλληλισμένος η παραλληλισμένη το παραλληλισμένο
      γενική του παραλληλισμένου της παραλληλισμένης του παραλληλισμένου
    αιτιατική τον παραλληλισμένο την παραλληλισμένη το παραλληλισμένο
     κλητική παραλληλισμένε παραλληλισμένη παραλληλισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραλληλισμένοι οι παραλληλισμένες τα παραλληλισμένα
      γενική των παραλληλισμένων των παραλληλισμένων των παραλληλισμένων
    αιτιατική τους παραλληλισμένους τις παραλληλισμένες τα παραλληλισμένα
     κλητική παραλληλισμένοι παραλληλισμένες παραλληλισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραλληλισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου παραλληλίζω

παραλληλισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία