Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραγεμιστός η παραγεμιστή το παραγεμιστό
      γενική του παραγεμιστού της παραγεμιστής του παραγεμιστού
    αιτιατική τον παραγεμιστό την παραγεμιστή το παραγεμιστό
     κλητική παραγεμιστέ παραγεμιστή παραγεμιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραγεμιστοί οι παραγεμιστές τα παραγεμιστά
      γενική των παραγεμιστών των παραγεμιστών των παραγεμιστών
    αιτιατική τους παραγεμιστούς τις παραγεμιστές τα παραγεμιστά
     κλητική παραγεμιστοί παραγεμιστές παραγεμιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγεμιστός < μεσαιωνική ελληνική παραγεμιστός < παραγεμίζ(ω) + -τός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ʝe.miˈstos/

  Επίθετο επεξεργασία

παραγεμιστός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία