παραγεμιστός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραγεμιστός < μεσαιωνική ελληνική παραγεμιστός < παραγεμίζ(ω) + -τός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ʝe.miˈstos/
Επίθετο
επεξεργασίαπαραγεμιστός, -ή, -ό
- που τον έχουν παραγεμίσει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραγεμίζω και γεμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία παραγεμιστός
|