Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγεμιστά < παραγεμιστός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραγεμιστά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα γεμιστά (λαχανικά γεμισμένα)
  2. γλυκίσματα γεμισμένα πχ με ξηρούς καρπούς

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παραγεμιστά