ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράκουσῐς αἱ παρακούσεις
      γενική τῆς παρακούσεως τῶν παρακούσεων
      δοτική τῇ παρακούσει ταῖς παρακούσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράκουσῐν τὰς παρακούσεις
     κλητική ! παράκουσῐ παρακούσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παρακούσει
γεν-δοτ τοῖν  παρακουσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παράκουσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρακού(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἄκουσις.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

παράκουσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις παρακούω, παρά και ακούω