παράκουσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράκουσῐς | αἱ | παρακούσεις | ||||
γενική | τῆς | παρακούσεως | τῶν | παρακούσεων | ||||
δοτική | τῇ | παρακούσει | ταῖς | παρακούσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παράκουσῐν | τὰς | παρακούσεις | ||||
κλητική ὦ! | παράκουσῐ | παρακούσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακούσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παρακουσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράκουσις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παρακού(ω) + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + ἄκουσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράκουσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παρακούω, παρά και ακούω
Πηγές
επεξεργασία- παράκουσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.