παρακούσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρακούσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρακούω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακούω
- θα παρακούσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακούω