Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρακούσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρακούω
  2. θα παρακούσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρακούω