παρακουσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρακουσία < ελληνιστική κοινή παράκουσις < αρχαία ελληνική παρακούω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακουσία θηλυκό
- άλλη μορφή του παράκουση
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρακουσία
|
παρακουσία θηλυκό
|