παράκουση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | παράκουση | οι | παρακούσεις |
γενική | της | παράκουσης* | των | παρακούσεων |
αιτιατική | την | παράκουση | τις | παρακούσεις |
κλητική | παράκουση | παρακούσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, παρακούσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παράκουση < ελληνιστική κοινή παράκουσις < αρχαία ελληνική παρακούω
Ουσιαστικό επεξεργασία
παράκουση θηλυκό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παράκουση
|