παράθεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παράθεσῐς | αἱ | παραθέσεις |
γενική | τῆς | παραθέσεως | τῶν | παραθέσεων |
δοτική | τῇ | παραθέσει | ταῖς | παραθέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παράθεσῐν | τὰς | παραθέσεις |
κλητική ὦ! | παράθεσῐ | παραθέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραθέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παραθεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παράθεσις, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < παρατίθημι, θέμα παραθε- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + θέσις.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαράθεσις θηλυκό
- τοποθέτηση στο πλάι, γειτνίαση
- (ελληνιστική σημασία) παράθεση κάποιας πηγής ή επιχειρήματος, μνημόνευση, αντιπαραβολή
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παρατίθημι, παρά και τίθημι
Πηγές
επεξεργασία- παράθεσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παράθεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- παραθέτω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.