παπαδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπαδικός < μεσαιωνική ελληνική παπαδικός[1] [2] < παπάς
Επίθετο επεξεργασία
παπαδικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον παπά ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (ουσιαστικοποιημένο) παπαδική
- (ουσιαστικοποιημένο) παπαδικό
- (ουσιαστικοποιημένο) παπαδικά
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη παπάς
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπαδικός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παπαδικός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ παπαδικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- παπαδικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].