Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παπάζι τα παπάζια
      γενική του παπαζιού των παπαζιών
    αιτιατική το παπάζι τα παπάζια
     κλητική παπάζι παπάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπάζι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπάζι ουδέτερο

  1. το κορδόνι που συνδέει τη φούντα με το φέσι
  2. (συνεκδοχικά) η φούντα του φεσιού, ιδίως των ναυτικών
  3. (συνεκδοχικά) το φέσι, ιδίως αυτό που φορούν γυναίκες
    ※  όταν βάζεις το παπάζι / με τη φούντα τη χρυσή / τρέμει ο ουρανός να πέσει / με τ' αστέρια του μαζί (Γιώργος Μπάτης, «Γυφτοπούλα», ρεμπέτικο του 1934)
  4. (ναυτικός όρος) νηματική σφουγγαρίστρα (που μοιάζει με αλογοουρά) που χρησιμοποιείται στο κατάστρωμα πλοίου
     συνώνυμα: ιππούραιον (καθαρεύουσα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία