παπάζι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπάζι | τα | παπάζια |
γενική | του | παπαζιού | των | παπαζιών |
αιτιατική | το | παπάζι | τα | παπάζια |
κλητική | παπάζι | παπάζια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- παπάζι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παπάζι ουδέτερο
- το κορδόνι που συνδέει τη φούντα με το φέσι
- (συνεκδοχικά) η φούντα του φεσιού, ιδίως των ναυτικών
- (συνεκδοχικά) το φέσι, ιδίως αυτό που φορούν γυναίκες
- ※ όταν βάζεις το παπάζι / με τη φούντα τη χρυσή / τρέμει ο ουρανός να πέσει / με τ' αστέρια του μαζί (Γιώργος Μπάτης, «Γυφτοπούλα», ρεμπέτικο του 1934)
- (ναυτικός όρος) νηματική σφουγγαρίστρα (που μοιάζει με αλογοουρά) που χρησιμοποιείται στο κατάστρωμα πλοίου
- ≈ συνώνυμα: ιππούραιον (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
παπάζι
|
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .