παντοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παντοειδής | η | παντοειδής | το | παντοειδές |
γενική | του | παντοειδούς* | της | παντοειδούς | του | παντοειδούς |
αιτιατική | τον | παντοειδή | την | παντοειδή | το | παντοειδές |
κλητική | παντοειδή(ς) | παντοειδής | παντοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παντοειδείς | οι | παντοειδείς | τα | παντοειδή |
γενική | των | παντοειδών | των | παντοειδών | των | παντοειδών |
αιτιατική | τους | παντοειδείς | τις | παντοειδείς | τα | παντοειδή |
κλητική | παντοειδείς | παντοειδείς | παντοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παντοειδής < αρχαία ελληνική πᾶς (γενική: παντός) + είδος
Επίθετο
επεξεργασίαπαντοειδής
- κάθε είδους ή λογής, με όλα τα μέσα, με οποιοδήποτε τρόπο
- υπέφερε παντοειδείς στερήσεις
- αγανάκτησαν από την παντοειδή εκμετάλλευση του θέματός τους
- απαγορεύεται η παντοειδής αντιγραφή κειμένων ή φωτογραφιών με πνευματικά δικαιώματα
Παράγωγα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παντοειδής
|