Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παντοειδώς < παντοειδής

  Επίρρημα επεξεργασία

παντοειδώς

πρέπει να ενισχυθούν παντοειδώς οι πρωτοβουλίες των νέων καλλιτεχνών

  Μεταφράσεις επεξεργασία