παντοιοτρόπως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντοιοτρόπως < ελληνιστική κοινή παντοιοτρόπως
Επίρρημα επεξεργασία
παντοιοτρόπως
- (αρχαιοπρεπές) με όλους τους τρόπους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντοιοτρόπως
|