Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παντοίως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παντοίως
<
αρχαία ελληνική
παντοίως
Επίρρημα
επεξεργασία
παντοίως
(
αρχαιοπρεπές
) με
κάθε
τρόπο
,
παντοιοτρόπως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παντοίως
→
δείτε
τη λέξη
παντοιοτρόπως