Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πανιδρωσία οι πανιδρωσίες
      γενική της πανιδρωσίας των πανιδρωσιών
    αιτιατική την πανιδρωσία τις πανιδρωσίες
     κλητική πανιδρωσία πανιδρωσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική panidrosis / panhidrosis + -ία < ελληνιστική κοινή ἵδρωσις < αρχαία ελληνική ἱδρώς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πανιδρωσία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία