πανιδρωσία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανιδρωσία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική panidrosis / panhidrosis + -ία < ελληνιστική κοινή ἵδρωσις < αρχαία ελληνική ἱδρώς
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανιδρωσία θηλυκό
- (ιατρική) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο ιδρώνει υπερβολικά σε όλο του το σώμα ακόμη και σε συνθήκες που δεν δικαιολογούν την υπερβολική εφίδρωση
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανιδρωσία