πανδερκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπανδερκής, -ής, -ές, συγκριτικός :πανδερκέστερος, υπερθετικός : πανδερκέστατος
- (με παθητική σημασία) που είναι ορατός από όλους, που είναι φανερό σε όλους
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III, 3.70 (3.67-3.71)
- κλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς | Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε | τιμὰν φίλῳ θέλων | παιδὶ πανδερκέα θέμεν, | ἄστραψέ θ᾽·
- Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, | που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι | δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους πως πολύ τιμά το γιο του: | ευθύς αστράφτει.
- Μετάφραση (2012), Θρασύβουλος Σταύρου, @greek‑language.gr
- Άκουσ᾽ ο παντοδύναμος | την άμετρην ευκή του | κι άφθαστη χάρισε τιμή | του αγαπημένου Μίνω του, | για να δουν το παιδί του, | άστραψε κιόλα στη στιγμή.
- Μετάφραση (1924), Σίμος Μενάρδος, @greek‑language.gr
- Πρόθυμ᾽ άκουσε τη δέηση τούτη ο Δίας, | που μεγάλη η δύναμή του· ένα σημάδι | δίνει εξαίσιο, φανερό σημάδι για όλους πως πολύ τιμά το γιο του: | ευθύς αστράφτει.
- κλύε δ᾽ ἄμεμπτον εὐχὰν μεγασθενὴ[ς | Ζεύς, ὑπέροχόν τε Μίνῳ φύτευσε | τιμὰν φίλῳ θέλων | παιδὶ πανδερκέα θέμεν, | ἄστραψέ θ᾽·
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας Βακχυλίδης, Διθύραμβοι, ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III, 3.70 (3.67-3.71)
- που βλέπει τα πάντα
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πανδερκής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πανδερκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.