πανδεκτικός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πανδεκτικός < αρχαία ελληνική πᾶς + δέχομαι
Επίθετο
επεξεργασίαπανδεκτικός, -ή, -όν
- ((ελληνιστική κοινή)) που δέχεται τα πάντα, όλα
- Αὐλαὶ τῶν θείων καὶ οἰκήσεις αἱ ἀΐδιαι τάξεις. Καὶ ἡ «πανδεκτικὴ αὐλὴ» τοῦ Πατρὸς ἡ πατρικὴ τάξις ἐστίν, ἡ πάσας ὑποδεχομένη καὶ συνέχουσα τὰς ἀναχθείσας ψυχάς• ἡ δὲ τῶν ἀγγέλων μερὶς πῶς ἀνάγει ψυχήν; (Πρόκλος, Ἐκ τῆς αὐτῆς χαλδαϊκῆς φιλοσοφίας, 1)