γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πανδεκτικός πανδεκτική τὸ πανδεκτικόν
      γενική τοῦ πανδεκτικοῦ τῆς πανδεκτικῆς τοῦ πανδεκτικοῦ
      δοτική τῷ πανδεκτικ τῇ πανδεκτικ τῷ πανδεκτικ
    αιτιατική τὸν πανδεκτικόν τὴν πανδεκτικήν τὸ πανδεκτικόν
     κλητική ! πανδεκτικέ πανδεκτική πανδεκτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πανδεκτικοί αἱ πανδεκτικαί τὰ πανδεκτικᾰ́
      γενική τῶν πανδεκτικῶν τῶν πανδεκτικῶν τῶν πανδεκτικῶν
      δοτική τοῖς πανδεκτικοῖς ταῖς πανδεκτικαῖς τοῖς πανδεκτικοῖς
    αιτιατική τοὺς πανδεκτικούς τὰς πανδεκτικᾱ́ς τὰ πανδεκτικᾰ́
     κλητική ! πανδεκτικοί πανδεκτικαί πανδεκτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πανδεκτικώ τὼ πανδεκτικᾱ́ τὼ πανδεκτικώ
      γεν-δοτ τοῖν πανδεκτικοῖν τοῖν πανδεκτικαῖν τοῖν πανδεκτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πανδεκτικός < αρχαία ελληνική πᾶς + δέχομαι

  Επίθετο

επεξεργασία

πανδεκτικός, -ή, -όν

  • ((ελληνιστική κοινή)) που δέχεται τα πάντα, όλα
    Αὐλαὶ τῶν θείων καὶ οἰκήσεις αἱ ἀΐδιαι τάξεις. Καὶ ἡ «πανδεκτικὴ αὐλὴ» τοῦ Πατρὸς ἡ πατρικὴ τάξις ἐστίν, ἡ πάσας ὑποδεχομένη καὶ συνέχουσα τὰς ἀναχθείσας ψυχάς• ἡ δὲ τῶν ἀγγέλων μερὶς πῶς ἀνάγει ψυχήν; (Πρόκλος, Ἐκ τῆς αὐτῆς χαλδαϊκῆς φιλοσοφίας, 1)