πανδεκτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανδεκτική < (ελληνιστική κοινή) πανδεκτικός < αρχαία ελληνική πᾶς + δέχομαι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πανδεκτική θηλυκό
- (θρησκεία) η απανταχούσα
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανδεκτική
|